Το Ινστιτούτο Χημείας και Γεωργίας «Ν.Κανελλόπουλος» ιδρύθηκε το 1938. Πριν τον θάνατο του Ν. Κανελλόπουλου ήδη είχε δρομολογηθεί η κατασκευή του κτιρίου που θα στέγαζε τις προγραμματισμένες δραστηριότητες. Το όραμα της διεύθυνσης του
συγκροτήματος ήταν η συμπλήρωση και η ανάδειξη των τομέων έρευνας που από την
ίδρυση σχεδόν του εργοστασίου είχαν αρχίσει να πλαισιώνουν τις παραγωγικές του
δραστηριότητες. Ήταν το τμήμα ερευνών και εφαρμογής του Εργοστασίου. Στα εργαστήρια λοιπόν του Ινστιτούτου εκτελούνταν πάσης φύσεως ερευνητικές εργασίες ( π.χ. εργασίες εξευγενισμού μεταλλευμάτων) εκπονούνταν μελέτες για την βιομηχανική εκμετάλλευση των πλούσιων φαρμακευτικών φυτών του τόπου κα. Παράλληλα στο Ινστιτούτο προσαρτήθηκε το εδαφολογικό τμήμα για την μελέτη και τον προσδιορισμό των λιπαντικών αναγκών των ελληνικών περιοχών καθώς και το εντομολογικό
και φυτοπαθολογικό τμήμα . Παράλληλα συγκροτήθηκε και επεκτάθηκε και η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου που -κατα γενική εκτίμηση- αντιπροσώπευε την πληρέστερη της χώρας, με την πλουσιότερη συλλογή χημικών και γεωργικών συγγραμμάτων. Ένας τομέας που οργανώθηκε με επιμέλεια ήταν η λειτουργία μουσείου μεταλλευμάτων και πετρωμάτων της Ελλάδας. Περιελάμβανε επίσης εργαστήρια χημείας και ξενώνες, όπου έλληνες και ξένοι ειδικοί και επιστήμονες μπορούσαν να πραγματοποιούν ερευνητικό έργο ακόμη και πέρα από τα άμεσα ενδιαφέροντα της Εταιρείας. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούσαν να εκπαιδεύονται ή να ασκούνται στα εργαστήρια απόφοιτοι χημικών σχολών του
Πανεπιστημίου και του Εθνικού Πολυτεχνείου. Η πορεία του συγκροτήματος Λιπασμάτων
-τόσο της διεύθυνσης όσο και του τεχνικού προσωπικού -ήταν μακρά και επίπονη και
περιελάμβανε περιοδικές ενημερώσεις των Ελλήνων αγροτών για την χρήση των λιπαντικών προϊόντων, εδαφολογικές μελέτες, για να ερευνηθούν οι ιδιαιτερότητες των εδαφών της χώρας και να προταθούν νέοι τρόποι καλλιέργειας καθώς και έρευνες για τις
ασθένειες των φυτών και την καταπολέμησή τους. Το 1938 -έτος ίδρυσης του Ινστιτούτου-
πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικότατο ποιοτικό άλμα με την οργάνωση εν ός ανωτέρου επιπέδου εργασιών και εμπειριών των τεχνικών και επιστημόνων της επιχείρησης που απλώνονταν συστηματικά σε όλη την ελληνική επικράτεια : 280 αποδοτικοί αγροί σιταριού με το σκαλιστικό σύστημα σε έκταση 3000 στρεμμάτων, 123 αποδοτικοί ελαιώνες, αποδοτικές καλλιέργειες βάμβακος, 20 αποδοτικοί αγροί σιταριού. Επίσης
145 πειραματικοί αγροί πλήρους λιπάνσεως σίτου, 10 κριθαριού, 2 ελαιώνων και 38
διαφόρων άλλων καλλιεργειών.
Το Ινστιτούτο απόκτησε κύρος και στο εξωτερικό αφού δημοσίευσε έρευνες σε ειδικά
περιοδικά και εξέδωσε και το δικό του περιοδικό με τίτλο «Αγροτικός Ταχυδρόμος».
Τα επόμενα χρόνια τρείς ήταν οι άξονες της οργάνωσής του:
Α) ∆ιεύθυνση και γραμματεία
Β) Τμήμα αναλυτικών χημειών το οποίο έλεγχε τις πρώτες ύλες και όλες τις άλλες
βοηθητικές ύλες προς χρήση του Εργοστασίου (μέταλλα, καύσιμα, ορυκτά κλπ) – γύρω στις 1200 αναλύσεις το χρόνο. Το τμήμα συμπληρώθηκε από το εργαστήριο ενόργανων
αναλύσεων, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με ακριβέστατα όργανα και συσκευές
φυσικοχημικών προσδιορισμών.
Γ) Τμήμα βιομηχανικής παρακολούθησης, το οποίο έλεγχε την παραγωγική διαδικασία του Εργοστασίου και εξέταζε θέματα βιομηχανικής παραγωγής. Επίσης έλεγχε τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των διαφόρων υλικών και των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνταν για τις διάφορες συσκευασίες των προϊόντων του Εργοστασίου. Στο τμήμα αυτό υπάγονταν η υπηρεσία βιομηχανικής παρακολούθησης και έρευνας, η οποία έλεγχε την μόλυνση του περιβάλλοντος που προκαλούνταν από τη λειτουργία του Εργοστασίου και εκτελούνταν χημικές αναλύσεις και προσδιορισμοί τόσο στα υγρά όσο και στα αέρια απόβλητα του Εργοστασίου.
∆) Τμήμα Εδαφολογίας το οποίο μελετούσε τους τύπους και την φυσική σύσταση των
εδαφών προκειμένου να δίνει λύσεις σε προβλήματα που είχαν σχέση με Λιπασματολογικές και κλιματολογικές συνθήκες.
Σε συνεργασία με το Εδαφολογικό Ινστιτούτο του Υπουργείου Γεωργίας μελετήθηκαν
συστηματικά τα ελληνικά εδάφη και συντάχθηκαν εδαφολογικοί χάρτες. Ξεκίνησαν
το 1935 με τον εδαφολογικό χάρτη της Κρήτης, ο οποίος και παρουσιάστηκε στο ∆ ́ ∆ιεθνές Συνέδριο Εδαφολογίας στην Οξφόρδη. Την ίδια χρονιά συνεχίστηκαν μελέτες για τον εδαφολογικό χάρτη Αττικής και Εύβοιας. Το 1938 ολοκληρώθηκε ο εδαφολογικός χάρτης Ζακύνθου. Το 1947 ολοκληρώθηκε ο εδαφολογικός χάρτης Θεσσαλίας και της
Αττικής. Το 1951 ολοκληρώθηκε ο χάρτης της Πελοποννήσου και το 1960 του Πηλίου.
Παράλληλα ολοκληρώθηκα οι χάρτες των Κυκλάδων.
Ε) Επιστημονική βιβλιοθήκη. Παράλληλα στο Ινστιτούτο λειτουργούσαν και άλλα εργαστήρια, όπως τα Εργαστήριο αναλύσεως Μεταλλευμάτων, το οποίο πέρα από
τον κλασσικό εξοπλισμό ενός χημικού εργαστηρίου, περιείχε τρεις φούρνους για την κυπέλλωση, σύντηξη και πύρωση μεταλλευμάτων για τον προσδιορισμό αργυρού
και χρυσού.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι για λογαριασμό του Εργοστασίου – παράλληλα με το
Ινστιτούτο- λειτουργούσαν και ερευνητικά εργαστήρια στα Μεταλλεία Κασσάνδρας, τα
οποία συμπλήρωναν τις έρευνες και μελέτες που γίνονταν στο Ινστιτούτο. Το κτίριο του Ινστιτούτου (α.κ.49) βρίσκεται στην βόρεια άκρη του Εργοστασίου. Όπως προαναφέρθηκε είναι κτίριο του 1938, απλής ορθογωνικής κάτοψης και έχει επιφάνεια
κάλυψης γύρω στα 700 τ.μ.. Αποτελείται από τρεις ορόφους. Η διάταξη της κάτοψης των
ορόφων είναι πανομοιότυπη με έναν κεντρικό διάδρομο κατά μήκος της μακριάς πλευράς του κτιρίου, δεξιά και αριστερά του οποίου διατάσσονται οι επιμέρους χώροι (εργαστήρια, αποθήκες, γραφεία κ.α.). Στο κέντρο του μεγάλου άξονα υπάρχει το
κλιμακοστάσιο. Η όψη του κτιρίου είναι λιτή και ακολουθεί τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, με επαναλαμβανόμενα ίσα ανοίγματα και μόνο στην νότια πλευρά του κτιρίου ,στο κέντρο, προεξέχει μικρός όγκος που προσδιορίζει την είσοδο και την θέση του κλιμακοστασίου. Η στέγαση γίνεται με επίπεδο δώμα. Τόσο στη νότια όσο και στη βόρεια πλευρά του κτιρίου έχει διαμορφωθεί προσεκτικά ο υπαίθριος χώρος.